Λόγω των υφισταμένων εξαιρετικά επαχθών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της εξ΄αυτού απορρέουσας αδυναμίας των κατόχων τους να υλοποιήσουν τις σχετικές επενδύσεις, οι μεταβιβάσεις φ/β αδειών συνιστούν ένα συνεχώς διογκούμενο φαινόμενο. Οι παρακάτω αναφορές κατατείνουν στη συνοπτική γενική αποτύπωση των βασικών αξόνων του υφισταμένου νομικού πλαισίου που διέπει τη συγκεκριμένη διαδικασία. Είναι, επομένως, σαφές ότι σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν νομικές συμβουλές, οι οποίες πρέπει να δίδονται σε εξατομικευμένη βάση από εξειδικευμένους νομικούς συμβούλους, καθότι κάθε περίπτωση μεταβίβασης έχει ειδικά χαρακτηριστικά και ιδιομορφίες, οι οποίες πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη για τη νομικά ασφαλή και άρτια υλοποίησή της.
Ο Νόμος 3851/2010 «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής» αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδυτές, κυρίως των μικρών σε ισχύ φωτοβολταϊκών πάρκων, και να συντμηθεί ο χρόνος που απαιτείται για την υλοποίηση αυτών, προκειμένου να αρχίσουν να αποδίδουν οι επενδύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Ν. 3851/2010 προβαίνει στο διαχωρισμό της αδειοδοτικής διαδικασίας ανάλογα με την ισχύ των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2, παράγραφος 12, προβλέπεται ότι «εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής ή άλλης διαπιστωτικής απόφασης οι παραγωγοί ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς με ισχύ μικρότερη ή ίση του 1 MW». Συνέπεια του διαχωρισμού στην αδειοδοτική διαδικασία είναι η διαφοροποίηση αναφορικά με τη διαδικασία μεταβιβάσεως σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ανάλογα με την ισχύ τους. Ειδικότερα, ο Νόμος εισάγει έναν βασικό διαχωρισμό σε ό, τι αφορά τη δυνατότητα μεταβίβασης των χορηγούμενων από τη Ρ.Α.Ε. αδειών παραγωγής. Έτσι, στο άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 3851/2010, προβλέπεται ότι ο κάτοχος άδειας παραγωγής μπορεί, μετά από απόφαση της Ρ.Α.Ε., να μεταβιβάσει την άδειά του σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος (εθνική ασφάλεια, δυνατότητα υλοποίησης του έργου με βάση την επιστημονική και τεχνική επάρκεια, δυνατότητα εξασφάλισης επαρκούς χρηματοδότησης, διασφάλιση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και προστασίας των πελατών) και εφόσον δεν παραβιάζονται οι διατάξεις για την προστασία του ανταγωνισμού (άρθρο 39 του νέου Κανονισμού της Ρ.Α.Ε., ΥΑΠΕ/Φ1/14810). Η διαδικασία της μεταβίβασης, στην περίπτωση κατά την οποία έχει εκδοθεί άδεια παραγωγής, εξειδικεύεται στο άρθρο 40 του νέου Κανονισμού Αδειών της Ρ.Α.Ε.. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 40, ο κάτοχος της άδειας παραγωγής υποβάλλει στη Ρ.Α.Ε. αίτηση μεταβίβασης της άδειας, στην οποία αναφέρει και το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να μεταβιβασθεί η άδεια. Ταυτόχρονα, συνυποβάλλεται από το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να μεταβιβασθεί η άδεια, δήλωση αποδοχής μεταβίβασης, καθώς και άλλα επιμέρους στοιχεία, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στο Παράρτημα 5 του ως άνω Κανονισμού.
Αναφορικά με τις προπεριγραφείσες στο άρθρο 2, παράγραφος 12 του Ν. 3851/2010 περιπτώσεις, ήτοι τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς με εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύ μικρότερη ή ίση του 1 MW, ο Νόμος προβαίνει σε έναν περιορισμό σε ό, τι αφορά στο επιτρεπτό της μεταβίβασης αυτής της κατηγορίας σταθμών. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις σταθμών που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής, ο Νόμος ορίζει, στο άρθρο 2, παράγραφος 12, εδάφιο 2, ότι δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση αυτών πριν την έναρξη της λειτουργίας των σταθμών παραγωγής. Μοναδική εξαίρεση από την απαγόρευση αυτή αποτελεί η περίπτωση της μεταβίβασης του δικαιώματος σε νομικό πρόσωπό, υπό την προϋπόθεση ότι το εταιρικό κεφάλαιο αυτού προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση κατέχεται εξ ολοκλήρου από το μεταβιβάζον φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
Συνεπώς, κατά τη γραμματική ερμηνεία του νόμου, καταλήγει κανείς στις ακόλουθες διαπιστώσεις όσον αφορά στη δυνατότητα μεταβίβασης των αδειών:
Εάν ο παραγωγός είναι φυσικό πρόσωπο, τότε η μοναδική δυνατότητα μεταβίβασης δικαιώματος, δηλαδή μεταβίβαση στο στάδιο προ της εγκατάστασης και της έναρξης λειτουργίας του σταθμού, είναι μέσω της σύστασης νομικού προσώπου, π.χ. μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. ή Α.Ε., η οποία θα κατέχεται εξ ολοκλήρου από το μεταβιβάζον φυσικό πρόσωπο, ή μέσω της μεταβίβασης σε ήδη υπάρχον νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχεται εξ ολοκλήρου από το φυσικό πρόσωπο.
Στην περίπτωση κατά την οποία παραγωγός είναι νομικό πρόσωπο, δεδομένου ότι, αφενός μεν, η μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων ή μετοχών δεν προκύπτει ότι εμπίπτει στο πεδίο απαγόρευσης του Νόμου και αφετέρου, ότι μέσω αυτής, ο φορέας του δικαιώματος παραμένει ο ίδιος, η μεταβίβαση του δικαιώματος μπορεί να πραγματοποιηθεί εμμέσως, μέσω της μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών του νομικού προσώπου στον ενδιαφερόμενο αγοραστή του δικαιώματος.
Στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που παρέχει ο νόμος, επιτρέπονται ακόμη και οι διαδοχικές μεταβιβάσεις εταιρικών μεριδίων ή μετοχών, υπό την προϋπόθεση της διατήρησης του ίδιου εταιρικού τύπου (ήτοι απαγόρευση μετασχηματισμού)
Η κ. Χριστίνα Σαραντίδου είναι δικηγόρος, LLM (Northwestern University, Chicago), "Μεταξάς & Συνεργάτες - Δικηγόροι & Νομικοί Σύμβουλοι".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου