Αντιδράσεις προκαλούν στην αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας οι πληροφορίες που διαρρέονται για μείωση των εγγυημένων τιμών παραγωγών ΑΠΕ, στο πρότυπο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Παράγοντες της αγοράς που μίλησαν στο energia θεωρούν άκαιρη μια τέτοια συζήτηση για τη χώρα μας, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει δυστοκία από τις τράπεζες να στηρίξουν δανειακά τέτοιου είδους επενδύσεις.
Ο ΕΣΗΑΠΕ εκτιμά ότι η προοπτική αυτή δεν θα έπρεπε να αγγίξει υφιστάμενες επενδύσεις ή αυτές που έχουν ήδη δρομολογηθεί, με συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα, ωστόσο, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να ανοίξει μία τέτοια συζήτηση για μελλοντικές επενδύσεις.
Η θέση που προβάλει ο ΕΣΗΑΠΕ είναι ότι η χώρα μας απέχει πολύ από την επίτευξη του εθνικού στόχου που έχει τεθεί για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο σύστημα, συνεπώς, θεωρεί ότι το ενδεχόμενο αυτό θα αποτελέσει πλήγμα για όσους επενδυτές θελήσουν να βάλουν κεφάλαια σε ΑΠΕ. Αντίθετα, η Ισπανία, υποστηρίζει ο ΕΣΗΑΠΕ, έχει πετύχει τους εθνικούς στόχους της, άρα είχε τη δυνατότητα να κάνει μία τέτοια κίνηση.
Από την άλλη πλευρά, η Πορτογαλία, για την ένταξη της στο Μηχανισμό Στήριξης, δεσμεύθηκε για την περικοπή των εγγυημένων τιμών για τις ΑΠΕ, κάτι το οποίο θεωρείται από ορισμένες πλευρές της ενεργειακής αγοράς ότι μπορεί να υποχρεωθεί να κάνει και η Ελλάδα.
Η συζήτηση για το θέμα αυτό άνοιξε στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, όπου η εκπρόσωπος της Κομισιόν Ινγκε Μπερνάετς επισήμανε ότι η ένταξη των ΑΠΕ θα πρέπει να γίνεται με οικονομικά συμφέροντα τρόπο. Μάλιστα, πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας φέρουν τις Βρυξέλλες να προβληματίζονται, κατά πόσο η οικονομία της χώρας αντέχει τις υψηλές εγγυημένες τιμές για τις ΑΠΕ, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και η αναθεώρηση προς τα κάτω του στόχου 20-20-20 για την Ελλάδα. Η κάλυψη του ποσού αυτού προέρχεται από το τέλος ΑΠΕ, που καταβάλλεται μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, ωστόσο, δημιουργεί πονοκεφάλους στο ΔΕΣΜΗΕ, που παρουσιάζει έλλειμμα περί τα 250 εκατ. ευρώ.
Παράγοντας της αγοράς των ΑΠΕ που μίλησε στο energia απέκλεισε κατηγορηματικά τη διεξαγωγή συζητήσεων για μείωση των εγγυημένων τιμών στα αιολικά. «Είναι αβάσιμες τέτοιες συζητήσεις», υποστήριξε, «δεδομένου ότι οι υφιστάμενες επενδύσεις συντηρούνται οριακά με τις ισχύουσες τιμές». Εις επίρρωση των λεγομένων του ο ίδιος επισημαίνει το χαμηλό ρυθμό ένταξης στο σύστημα των αιολικών, τονίζοντας ότι «ο μύθος της υπερκερδοφορίας δεν ισχύει». Μάλιστα προτείνει στο μέλλον την αναπροσαρμογή των τιμών παραγωγών, με βάση την αποδοτικότητα των περιοχών, όπου μπορούν να γίνουν τέτοιου είδους επενδύσεις.
Αντίθετα, στα φωτοβολταϊκά θα μπορούσε να συζητηθεί μία προοπτική μείωση των εγγυημένων τιμών, με δεδομένο, όπως υποστηρίζεται, ότι εισέρχονται στο σύστημα με γρήγορους ρυθμούς, ενώ και οι τιμές του εξοπλισμού μειώνονται. Μια στενότερη παρακολούθηση των τιμών για τα φωτοβολταϊκά, συνεπώς, ενδεχομένως να επέτρεπε στο μέλλον μια αναπροσαρμογή τους, κατά την άποψη που εκφράσθηκε από τον ίδιο παράγοντα.
Πάντως, να υπενθυμίσουμε ότι όταν στις αρχές του 2010 το αρμόδιο υπουργείο ΠΕΚΑ είχε αποπειραθεί να θέσει υπό συζήτηση την αλλαγή των τιμών για τα φωτοβολταϊκά σημειώθηκε σφοδρή αντίδραση από τους συγκεκριμένους παραγωγούς, με συνέπεια να παραμείνουν τα πράγματα αμετάβλητα. Σήμερα τα φωτοβολταϊκά απολαμβάνουν τη μεγαλύτερη εγγυημένη τιμή, με 300 ευρώ ανά MWh.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου