Τις απόψεις του κατέθεσε σήμερα ο Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ), σε ανακοίνωσή του, όσον αφορά τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών αναφορικά με τις επιδοτούμενες τιμές των ΑΠΕ και δη των φ/β. Ο Σύνδεσμος εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στις φωνές που ζητούν μείωση της ταρίφας και μετά από μια εκτενή ανασκόπηση των όσων προηγήθηκαν στην ελληνική αγορά, εκφράζει τις απορίες του για τις αιτιάσεις αυτές.
Η πλήρης επιστολή του ΣΠΕΦ, την οποία υπογράφει ο αντιπρόεδρος, Στέλιος Λουμάκης, έχει ως εξής:
«Με έκπληξη ζήσαμε τις τελευταίες ημέρες τον περισσό ζήλο πολλών, αλλά ευτυχώς άσχετων με τον χώρο της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, να καταφαίνονται κατά του συστήματος αποζημίωσης ( feed- in- tariff) των μονάδων ΑΠΕ και των φωτοβολταϊκών ειδικότερα υπεραμυνόμενοι δήθεν του καλού της εθνικής οικονομίας το οποίο κατ’ αυτούς πλήττεται από την τιμή της πράσινης kWh.
Ως απόλυτα αρμόδιοι αφού ο ΣΠΕΦ (Σύνδεσμος Παραγωγών Ενέργειας από Φωτοβολταϊκά) είναι ο μόνος σύνδεσμος που εκπροσωπεί τους πραγματικούς παραγωγούς ενέργειας από Φ/Β στην Ελλάδα, θα απαντήσουμε για ακόμα μια φορά τεκμηριωμένα σε όλες αυτές τις έστω «καλοπροαίρετες» ανησυχίες κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν.
Το 2006 η Πολιτεία νομοθέτησε με τον νόμο 3468 ισχύ 700 MW για φωτοβολταϊκά συνολικά στην Επικράτεια με τιμή πωλούμενης kWh 0,40 – 0,45 ευρώ ανάλογα την ισχύ του σταθμού.
Τον Ιανουάριο του 2009 η Πολιτεία και χωρίς πρακτικά να υπάρχει ακόμη ανεπτυγμένη φωτοβολταϊκή ισχύς κυρίως λόγω των ανυπέρβλητων γραφειοκρατικών εμποδίων (συνολική εγκατεστημένη ισχύς φωτοβολταϊκών σταθμών σε λειτουργία μόλις 14 MW), με τον ν. 3734 ξανανομοθέτησε το καθεστώς τιμολόγησης της φωτοβολταϊκής kWh ορίζοντας για πρώτη φορά την κλιμακωτή ανά 6μηνο μείωση της τιμής της για τους νέους κάθε φορά Φ/Β σταθμούς που συμβολαιοποιούνται με τον ΔΕΣΜΗΕ. Η κλίμακα αυτή εκκινούσε από τα 0,40 – 0,45 ευρώ / kWh που όριζε ο ν. 3468 και μόλις το 2014 μείωνε την τιμή της στα 0,26 – 0,29 ευρώ μια μείωση δηλαδή της τάξης του 35% σε μόλις πέντε χρόνια. Περαιτέρω ο νόμος όριζε πως από το 2015 και ύστερα η τιμή για τους νέους πάντοτε σταθμούς θα μειωθεί περισσότερο οριζόμενη απευθείας ως το γινόμενο της χονδρεμπορικής τιμής του συμβατικού ρεύματος (οριακή τιμή συστήματος ΟΤΣ) επί συντελεστή 1,3 – 1,5 δηλαδή με σημερινά δεδομένα τιμή μόλις 0,10 ευρώ / kWh. Μείωση λοιπόν της τάξης του 75% σε μόλις έξι χρόνια.
Το 2010 με τον ν. 3851 η Πολιτεία εκ νέου νομοθέτησε το καθεστώς αποζημίωσης των ΑΠΕ όπου σε ότι αφορά τα φωτοβολταϊκά επαναβεβαιώθηκε αυτούσιος ο προηγούμενος νόμος 3734 ενώ μέσω του νέου αναπτυξιακού τα Φ/Β εξαιρέθηκαν παντελώς από κάθε μορφή επιχορήγησης του κόστους εγκατάστασης τους. Όσον αφορά το μέγεθος της αγοράς των Φ/Β και πάλι η πραγματικότητα υστερούσε σημαντικά των στόχων του Κράτους αφού τον Δεκέμβριο του 2009 η εγκατεστημένη ισχύς ήταν μόλις 46 MW ενώ σήμερα σε λειτουργία βρίσκονται μόλις 208 MW. Παράλληλα και με βάση τις δεσμεύσεις μας στην ΕΕ ο νομοθετημένος εθνικός στόχος για το 2014 είναι 1.500 MW φωτοβολταϊκά και για το 2020 2.200 MW! Οι αριθμοί αυτοί περιλαμβάνουν όλες τις μορφές Φ/Β δηλαδή εγκαταστάσεις σε γήπεδα, στέγες και αγροτικά.
Εύλογα λοιπόν μας προκαλεί απορία το που στηρίζονται όλα αυτά τα δημοσιεύματα περί δήθεν φούσκας στα φωτοβολταϊκά όταν η πραγματικότητα (208 MW εγκατεστημένη ισχύς) υπολείπεται δραματικά των επί τρεις φορές νομοθετημένων και ρητά ποσοτικοποιημένων στόχων; Πως είναι άραγε δυνατόν το Κράτος να μην έχει υπολογίσει επί τρεις φορές μάλιστα νομοθετώντας το όποιο συνεπαγόμενο οικονομικό κόστος (αν υπάρχει καν τέτοιο) της ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών;
Τα φωτοβολταϊκά όχι μόνο δεν κοστίζουν στην εθνική οικονομία αλλά τουναντίον προσφέρουν πυρήνα ανάπτυξης και καινοτομίας αφού στο σύντομο διάστημα από το 2006 και ύστερα και παρά τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα έχει ήδη αναπτυχθεί μια ολόκληρη εθνική βιομηχανία πίσω τους που τα παράγει, τα εγκαθιστά, τα λειτουργεί και τα υποστηρίζει. Σήμερα μια φωτοβολταϊκή εγκατάσταση μπορεί να κατασκευαστεί από αμιγώς ελληνικά προϊόντα σε ποσοστό ως και 90%. Πουθενά αλλού στην ηλεκτροπαραγωγή δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα που ευθέως ισοδυναμεί με θέσεις εργασίας σε όλη την αλυσίδα τους. Το βασικότερο δε πλεονέκτημα σε σχέση με οποιαδήποτε συμβατική μορφή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που φαντάζει δήθεν φθηνότερη είναι ότι τα Φ/Β παράγουν «πράσινο» προϊόν υψηλής προστιθέμενης αξίας χωρίς να καταναλώνουν την παραμικρή εισαγόμενη πρώτη ύλη και μάλιστα για διάστημα τουλάχιστον 25 ετών με μηδενική επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Αν θέλει λοιπόν κάποιος πραγματικά να μιλήσει με ορθολογικούς οικονομικούς όρους κόστους θα πρέπει σε κάθε μορφή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας να συνυπολογίσει πέρα από το κόστος εγκατάστασης, το κόστος γραμμών δικτύου που απαιτείται για την διασύνδεση της μονάδας, το κόστος ρύπων που συνεπάγεται η έκλυση CO2 αλλά και την επικίνδυνη εξάρτηση της χώρας από το εξωτερικό με την συνεπακόλουθη επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που συνεπάγεται η διαρκής εισαγωγή λειτουργικής καύσιμης πρώτης ύλης (π.χ. φυσικό αέριο). Σε όλες αυτές τις παραπάνω πτυχές τα φωτοβολταϊκά αριστεύουν αφού κατά κανόνα βρισκόμενα κοντά στην κατανάλωση δεν χρειάζονται καν σημαντικές δαπάνες σε γραμμές μεταφοράς πλεονέκτημα μοναδικό συγκριτικά με τις υπόλοιπες μορφές ΑΠΕ.
Το δε σύστημα αποζημίωσης των ΑΠΕ ( feed- in- tariff) έχει αποδειχθεί άκρως επιτυχημένο και φθηνό αφού ενσωματώνει όλες τις οικονομικές παραμέτρους και «κρυφές» ωφέλειες κάθε τεχνολογίας όπως αναφέρθηκαν παραπάνω. Επιπρόσθετα τα Φ/Β συγχρονιζόμενα άριστα με την καμπύλη της ζήτησης φορτίου και ειδικά τις ώρες αιχμής της (μεσημεριανές ώρες το καλοκαίρι) γλυτώνουν το σύστημα από πολύ ακριβές εφεδρείες και εισαγωγές ενέργειας. Με το σύστημα feed- in- tariff οι ΑΠΕ δεν συμπαρασύρουν όλη την πυραμίδα της προσφοράς ενέργειας κάθε χρονική στιγμή σε υψηλότερο επίπεδο αποζημίωσης όπως συμβαίνει π.χ. με τις εισαγωγές, συνεισφέροντας έτσι σημαντικά στην συγκράτηση της οριακής τιμής συστήματος (ΟΤΣ) την οποία και επωφελείται ο τελικός καταναλωτής. Όσον αφορά το τέλος ΑΠΕ είναι απολύτως στρεβλός ο υπολογισμός του αφού σε αυτόν δεν λαμβάνονται υπ’ όψη οι κρυφές ωφέλειες του συστήματος από την συνεισφορά των φωτοβολταϊκών σε όλες τις πτυχές τους όπως προαναφέρθηκαν.
Με βάση τα ανωτέρω πως είναι άραγε δυνατόν να ζητούν κάποιοι από την Πολιτεία να αθετήσει το επί τρεις φορές νομοθετημένο πλαίσιο ανάπτυξης των ΑΠΕ και των Φ/Β ειδικότερα, την στιγμή μάλιστα που είναι ο μόνος τομέας ανάπτυξης που μας έχει απομείνει και που ακόμη βρισκόμαστε τόσο μακριά από τους δεσμευτικούς στόχους μας ώστε ούτε κατά διάνοια να μπορούμε να μιλάμε για φούσκα; Επιτέλους για μία φορά θα πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατάματα και να προσδέσουμε το άρμα μας στην πραγματική διασυνδεδεμένη ισχύ των Φ/Β και όχι στην ανέξοδη και απατηλή προσδοκία των αιτήσεων που απλά δεν θα υλοποιηθούν ποτέ όπως άλλωστε μας δίδαξε και η ιστορία των τελευταίων πέντε ετών. Αν πρέπει κάτι να κάνουμε είναι να ανακαλέσουμε τις άδειες που δεν υλοποιούνται και όχι να τιμωρήσουμε τις επενδύσεις που υλοποιήθηκαν ή υλοποιούνται.
Έχουμε άραγε αναλογιστεί τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που έχουν επενδυθεί στα Φ/Β και στην παραγωγή τους και που αποτελούν ψήφο εμπιστοσύνης για την Ελλάδα από πλευράς επενδυτών σε πείσμα όλων αυτών που δεν επενδύουν το παραμικρό στην χώρα, κινδυνολογούν καιροσκοπικά ακατάπαυστα και εξάγουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό αποζητώντας την εθνική πτώχευση ώστε σε μια νύχτα να πλουτίσουν εις βάρος των πολλών;
Είναι δυνατόν ως χώρα να ζητούμε επενδύσεις και ανάπτυξη τιμωρώντας εν τέλει βάναυσα τους όποιους τολμηρούς μας εμπιστεύθηκαν δαπανώντας τα χρήματα τους στην χώρα μας με το να αλλάζουμε τους κανόνες της επένδυσης τους εκ των υστέρων και μάλιστα τολμώντας να προτείνουμε αναδρομικότητα;
Όλα αυτά είναι αδιανόητα και αντισυνταγματικά για μια χώρα που ασπάζεται και σέβεται την ιδιωτική πρωτοβουλία και που στηρίζει σε αυτήν την απασχόληση και την ευημερία του λαού της. Ειδικά σήμερα που ζούμε την απόλυτη χρεωκοπία του τεράστιου και αποτυχημένου Κράτους–επιχειρηματία, οι επενδύσεις των ιδιωτών είναι οι μόνες που μπορούν να ορθοποδήσουν την χώρα σε βιώσιμη βάση.
Ως επενδυτές που «ψήφισαν» Ελλάδα επενδύοντας τα χρήματα τους εδώ και μάλιστα σε παραγωγική δραστηριότητα αντί να τα εξάγουν στις τράπεζες του εξωτερικού και ύστερα να καιροσκοπούν αζημίως, θεωρούμε αδιανόητο τον οποιονδήποτε αιφνιδιασμό των επιχειρηματικών μας σχεδίων. Δεν έχουμε κανένα πλέον περιθώριο ως χώρα για λάθη, παλινωδίες και κακεντρέχεια εις βάρος του πολύπαθου ιδιωτικού παραγωγικού τομέα».
Κυριακή 29 Μαΐου 2011
>ΣΠΕΦ: Άκρως Επιτυχημένο το Σύστημα Επιδοτήσεων για τις ΑΠΕ
>
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου