Το 2011 είναι αναμφισβήτητα μια σκληρή χρονιά για την οικονομία της χώρας και τους πολίτες. Ελάχιστοι τομείς της οικονομίας κατάφεραν να κρατήσουν ένα θετικό πρόσημο εν μέσω της οικονομικής δυσπραγίας και της αλματώδους αύξησης της ανεργίας. Μέσα σ’ αυτό το δυσοίωνο κλίμα, υπάρχει ένας τομέας που ξεχωρίζει. Που κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τον κύκλο εργασιών του και να δημιουργήσει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Είναι τα φωτοβολταϊκά, ο πιο γρήγορα αναπτυσσόμενος τομέας της ενεργειακής οικονομίας.
Μέσα στο 2011, η νέα εγκατεστημένη ισχύς φωτοβολταϊκών στη χώρα μας θα ξεπεράσει τα 300 μεγαβάτ (MW), ανεβάζοντας τη συνολικά εγκατεστημένη ισχύ σε πάνω από 500 MW. Το πιο δυναμικό κομμάτι της αγοράς φωτοβολταϊκών, αυτό των οικιακών συστημάτων, θα έχει ένα μερίδιο κοντά στο 20% όταν δύο μόλις χρόνια πριν δεν υφίστατο ως αγορά. Για να έχουμε μια σύγκριση, το 2011 στην Ελλάδα θα εγκατασταθεί το ¼ των οικιακών συστημάτων που θα εγκαταστήσουν οι ΗΠΑ. Την ίδια ώρα, τα φωτοβολταϊκά καλύπτουν ήδη το 3% των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια στα μη διασυνδεδεμένα νησιά.
Η ανάπτυξη αυτή έχει φέρει και μια άνθηση στην απασχόληση.Σήμερα, η ελληνική αγορά φωτοβολταϊκών προσφέρει άμεσα 6.800 θέσεις πλήρους απασχόλησης και 10.800 ακόμη έμμεσες θέσεις πλήρους απασχόλησης στην ευρύτερη οικονομία. Μόνο στον τομέα των οικιακών φωτοβολταϊκών δραστηριοποιούνται πάνω από 1.200 εταιρίες, ενώ λειτουργούν και πέντε μονάδες παραγωγής φωτοβολταϊκών και δεκάδες άλλες επικουρικού εξοπλισμού.
Υπολογίζεται ότι, για κάθε ευρώ που επενδύουμε στα φωτοβολταϊκά, η κοινωνία παίρνει πίσω τουλάχιστον 1,15 ευρώ (έχοντας οφέλη από αποφυγή δημιουργίας νέων συμβατικών υποδομών, από αποφυγή κόστους ρύπανσης, από δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κ.λπ). Όσο περισσότερα λοιπόν επενδύουμε στα φωτοβολταϊκά, τόσο καλύτερα για την ενεργειακή ασφάλεια και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Για αυτό το λόγο, ο ΣΕΦ εμμένει στο αίτημά του να αυξηθεί ο εθνικός στόχος για τα φωτοβολταϊκά έως το 2020. Ο ΣΕΦ έχει από καιρό προτείνει να καλυφθεί με φωτοβολταϊκά τουλάχιστον το 12% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια ως το 2020. Ήδη μια πρόσφατη υπερσυντηρητική μελέτη της ΔΕΗ έχει δείξει ότι τα υφιστάμενα δίκτυα επαρκούν για την άμεση σύνδεση 5.500 MW φωτοβολταϊκών, διαψεύδοντας όσους ισχυρίζονται ότι για την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων ηλιακής ενέργειας απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές δικτύων.
Όλα αυτά είναι απόρροια του γενναίου θεσμικού πλαισίου που ξεκίνησε το 2006 και συνεχίζει βελτιούμενο μέχρι σήμερα.
Κάθε νόμισμα όμως έχει δύο όψεις. Δίπλα στις αναμφισβήτητες επιτυχίες του κλάδου, ελλοχεύουν μια σειρά από κίνδυνοι και προβλήματα για το μέλλον της πράσινης αυτής αγοράς. Η έλλειψη ρευστότητας που ταλανίζει όλη την οικονομία δεν αφήνει ανέγγιχτα και τα φωτοβολταϊκά. Η εξεύρεση χρηματοδότησης γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη και οι όροι της χρηματοδότησης δυσχεραίνουν. Τα προβλήματα διασύνδεσης με το δίκτυο παραμένουν εν πολλοίς άλυτα, με χιλιάδες επενδυτές να μη γνωρίζουν αν, πότε, και με τι κόστος θα συνδεθούν. Η αγορά ταλανίζεται από σειρά στρεβλώσεων που αποτελούν τροχοπέδη στην υγιή ανάπτυξη της. Σταχυολογούμε ορισμένες απ’ αυτές, ξεκινώντας από το Τέλος ΑΠΕ, το εργαλείο δηλαδή που σήμερα χρησιμοποιείται για την ενίσχυση των ΑΠΕ.
Η ονομασία του “Τέλους ΑΠΕ” υπονοεί πως πρόκειται για μια δαπάνη, την οποία υφίσταται ο κάθε καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να ενισχυθούν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Ωστόσο, το σημερινό σύστημα υπολογισμού του Τέλους ΑΠΕ είναι στρεβλό και άδικο για τους καταναλωτές. Με τον τρόπο που γίνεται σήμερα ο υπολογισμός του Τέλους ΑΠΕ, στην ουσία ευνοούνται οι προμηθευτές ενέργειας (πρωτίστως δηλαδή η ΔΕΗ) και επιβαρύνεται αναίτια ο καταναλωτής. Συγκεκριμένα:
1. Η Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) δεν υπολογίζεται σωστά, γιατί δεν περιλαμβάνει το κόστος πρόσβασης στο λιγνίτη και το κόστος της χρήσης των υδάτων από τη ΔΕΗ στα μεγάλα υδροηλεκτρικά. Οι εθνικοί αυτοί πόροι καταναλώνονται δωρεάν από τη ΔΕΗ.
2. Η ΟΤΣ δεν υπολογίζεται σωστά, γιατί δεν περιλαμβάνει το κόστος των ρύπων των θερμικών μονάδων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα, ούτε και το κόστος των Αποδεικτικών Διαθέσιμης Ισχύος(ΑΔΙ), με τα οποία επιδοτούνται άμεσα οι μονάδες αυτές.
3. Οι καταναλωτές πληρώνουν δυο φορές για τον ίδιο σκοπό, μόνο που ένα μέρος το καρπώνεται τελικά ο προμηθευτής, δηλαδή η ΔΕΗ, και όχι οι ΑΠΕ. Η είσοδος περισσότερων ΑΠΕ στο σύστημα, “αποβάλλει” τις ακριβές ρυπογόνες θερμικές μονάδες και ρίχνει την ΟΤΣ, δηλαδή το κόστος προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ, η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να την πουλάει ακριβά στον τελικό καταναλωτή, παρότι την αγόρασε φθηνότερα.
Είναι σαφές ότι απαιτούνται δραστικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται το τέλος ΑΠΕ, ώστε να αντιπροσωπεύει το πραγματικό ύψος των ενισχύσεων που αποδίδονται στις ΑΠΕ και όχι να συμπεριλαμβάνει άσχετες προς τις ΑΠΕ ενισχύσεις (ρυπογόνων μονάδων ή της κερδοφορίας των προμηθευτών). Μόνο έτσι θα καταστεί δυνατό να εκτιμηθεί το πραγματικό ύψος των ενισχύσεων που απαιτούνται για την προώθηση των ΑΠΕ, ώστε, και να επιτύχουμε τους εθνικούς στόχους και να πάψουν να συκοφαντούνται αδίκως οι ΑΠΕ και ειδικότερα τα φωτοβολταϊκά.
Τελευταία μάλιστα έχει ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος για το αν θα πρέπει να αλλάξει το καθεστώς ενίσχυσης των φωτοβολταϊκών. Ο ΣΕΦ πιστεύει ότι οι κυοφορούμενες αλλαγές ή περαιτέρω ρυθμίσεις, σε ότι αφορά την ενίσχυση των φωτοβολταϊκών θα πρέπει να διασφαλίζουν δύο παραμέτρους: τη βιωσιμότητα της αγοράς και των επενδύσεων και τη λελογισμένη επιβάρυνση των καταναλωτών.
Ειδικά σε ότι αφορά τη δεύτερη παράμετρο, ο ΣΕΦ πιστεύει ότι, οποιασδήποτε συζήτησης, θα πρέπει να προηγηθεί ριζική αναθεώρηση του τρόπου υπολογισμού της ΟΤΣ και του τέλους ΑΠΕ, ώστε να αποκαλυφθεί και να υπολογιστεί το πραγματικό ύψος της ενίσχυσης την οποία λαμβάνουν τα φωτοβολταϊκά και οι άλλες ΑΠΕ. Η εκτίμηση του ΣΕΦ είναι ότι με τους υφιστάμενους εθνικούς στόχους για τα φωτοβολταϊκά δεν τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του ΔΕΣΜΗΕ.
Στην περίπτωση και μόνο που οι εθνικοί στόχοι αναθεωρηθούν και εφόσον οι διαφανείς υπολογισμοί των ενισχύσεων υποδείξουν την ανάγκη προσαρμογών, ο ΣΕΦ πιστεύει ότι αυτές θα πρέπει να αφορούν όλες τις ΑΠΕ.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προστατευθεί η φιλοσοφία και “αρχιτεκτονική” του ισχύοντος νόμου για τις ΑΠΕ (Ν.3851/2010) και θα πρέπει να αποκλειστούν αναδρομικές μειώσεις των εγγυημένων τιμών ή άλλου είδους ανορθόδοξες παρεμβάσεις σε υφιστάμενα ή/και ώριμα έργα.
--------------------------------------
O κ. Σωτήρης Καπέλλος είναι γραμματέας του ΣΕΦ